Ας μιλήσουμε για την επιτακτική ανάγκη ευαισθητοποίησης του λαού, προς εξοπλισμό της χώρας.
Δε χωρά καμία αμφιβολία αγαπητοί φίλοι, πως ο πόλεμος και η απειλή του πολέμου αποτελούν απολύτως θεμιτά πολιτικά εργαλεία, τουλάχιστον για τα κράτη εκείνα, που δεν ηθικολογούν περί της διεθνούς νομιμότητας και της παύσης των εθνικών ανταγωνισμών, από τη ασφάλεια του βορειοατλαντικού τους περίγυρου και αντ’αυτού προάγουν και προασπίζουν δυναμικά και σταθερά τα εθνικά τους συμφέροντα.
Και ποιο άλλωστε καλύτερο παράδειγμα, από τη συνεχόμενη επιθετικότητα, ως και πολεμική εμπλοκή της γείτονας, σε κάθε ευκαιρία και αδυναμία, που εμφανίζει ανταγωνιστική, και όχι μόνο, χώρα της.
Η συνεχόμενη επίθεση και επί της ουσίας ήττα της χώρας μας, που συνιστά η ανεμπόδιστη πλεύση της ερευνητικής νηοπομπής του Όρουτς Ρέις άνωθεν της υφαλοκρηπίδας της νήσου Μεγίστη και σε ύδατα, που διεκδικούμε υποτιθέμενα ως μέρος της αποκλειστικής οικονομικής μας ζώνης, μας θυμίζει με οδυνηρό τρόπο, πως «αν θέλεις ειρήνη, να ετοιμάζεσαι για πόλεμο».
Και όταν λέγω ετοιμασία, δεν εννοώ προφανώς τα εξοπλιστικά μπαλώματα, που διατυμπανίζονται συνεχόμενα από το σύστημα εξουσίας της χώρας.
Προφανώς είναι θετική η οποιαδήποτε απόκτηση, έστω και περιορισμένου αριθμού σύγχρονων οπλικών συστημάτων, πόσο μάλλον μετά από μακρά εξοπλιστική ανυδρία. Η Ελλάς όμως, και εφόσον φυσικά επιδιώκει να επιβιώσει και, γιατί όχι, να επικρατήσει στρατηγικά στον αγώνα δρόμου με την Τουρκία, θα πρέπει να διατηρεί τουλάχιστον μία ποιοτική υπεροχή ως προς τη δύναμη αποτροπής της, έναντι της τελευταίας· κάτι, που με βάση τους κολοσσιαίους συγκριτικά τουρκικούς εξοπλισμούς, μεταφράζεται σε επένδυση δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ στις επόμενες δεκαετίες.
Η Πολεμική Αεροπορία χρειάζεται άμεσα την αγορά σε επαρκείς αριθμούς, μαχητικού 4.5ης και προτιμότερα 5ης γενιάς, προς αντικατάσταση των δεκάδων αποσυρόμενων παλαιότερων Εφ-16, Εφ-4 και Μιράζ 2000 και διατήρηση ενός στόλου τουλάχιστον 140 σύγχρονων μαχητικών έναντι των 200-220 της γείτονας· όπως φυσικά και την ανανέωση και γιγάντωση του στόλου μη επανδρωμένων αεροσκαφών της, που μόνο αμελητέο κόστος δεν έχουν πλέον.
Το Πολεμικό Ναυτικό έχει οξεία ανάγκη αντικατάστασης των γηρασμένων φρεγατών τύπου S και παράλληλης απόκτησης σύγχρονων φρεγατών πολλαπλού ρόλου, προς διατήρηση μιας οροφής τουλάχιστον 10-12 κύριων μονάδων επιφανείας, έναντι του όλο και αυξανόμενου αριθμού φρεγατών και κορβετών του εχθρού.
Ο Στρατός εν τέλει χρειάζεται και θα χρειαστεί πάσης φύσεως υλικό, από άρματα, ΤΟΜΑ και ΤΟΜΠ, ως και την πλήρη ανανέωση του ατομικού εξοπλισμού, προς αντιμετώπιση των χιλιάδων νέων τεθωρακισμένων, που θα εισάγει σε υπηρεσία ο Τουρκικός Στρατός στην επόμενη δεκαετία.
Καταλαβαίνετε λοιπόν, πως οι προθέσεις αγοράς δύο φρεγατών ή 10-20 μαχητικών, είναι σταγόνες στον ωκεανό του εξοπλιστικού ανταγωνισμού με τη γείτονα, που δεν πρόκειται παρά να καθυστερήσουν την πλήρη ανατροπή του στρατιωτικού ισοζυγίου στην περιοχή και τη δυναμική αναθεώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας από πλευράς Τούρκων.
Θα με ρωτήσετε εύλογα, «μα υπάρχουν τα χρήματα αυτά, ώστε να δαπανηθούν για την αγορά όπλων;».
Θα ήμουν βλαξ προφανώς, αν αρνιόμουν τη σταθερά δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Δε μπορώ όμως από την άλλη, να μη φρίττω με τις αδιανόητες, για κράτος εν κρίσει, δαπάνες της ελληνικής πολιτείας προς κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς υποτιθέμενα σκοπούς-επιδότηση γύφτων και λαθρομεταναστών-, το ατελείωτο φαγοπότι ως προς τον εφοδιασμό των κρατικών υπηρεσιών-ζίμενς, νοβάρτις κτλ.-και την αθεράπευτη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή στη χώρα και να μην υπολογίζω αντίστοιχα πόσες ακραία αναγκαίες αγορές οπλισμού θα μπορούσαν να γίνουν κάθε χρόνο, με οριακές και μόνο εξοικονομήσεις, όπως επίσης και με γενναίες δωρεές Ελλήνων ευεργετών, που δυστυχώς μοιάζουν ανύπαρκτοι, ως προς την άμυνα της χώρας.
Τα χρήματα λοιπόν υπάρχουν, ακόμη και σε αυτήν την ημιθανή ελληνική οικονομία. Η διάθεση και ουσιαστικά οι προτεραιότητες των κυβερνήσεων και των εκλογέων τους, είναι εκείνες που φαντάζουν προβληματικές.
Ο ελληνικός λαός απλούστατα έχει μάθει να απαξιεί την άμυνα της χώρας, μπροστά στην ευμάρεια και ευκολία του και αυτό το πνεύμα αντανακλάται προφανώς και στην αξία και εκτίμηση της στρατιωτικής δωρεάς. Ένα από τα αποτελέσματα φυσικά, δεκαετιών υλισμού, ηδονισμού και διεθνιστικής κατήχησης, που δεν πρόκειται ποτέ να ανατραπεί και να ακυρωθεί με επιπλέον αναφορές στις ίδιες λανθασμένες και αυτοκτονικές αντιλήψεις.
Δεν είναι δυνατόν ο ελληνικός λαός να πειστεί προς εξοπλιστικές θυσίες, πόσο μάλλον να τις επιβραβεύει, εφόσον οι κυβερνήσεις του ανάγουν κάθε εμπλοκή με τη γείτονα στον αδιάφορο διεθνή παράγοντα και τη διφορούμενη γερμανοκίνητη Ε.Ε.· αποκλείοντας δηλαδή νομοτελειακά οποιαδήποτε μονομερή στρατιωτική δράση ή απειλή και μηδενίζοντας κατά τον τρόπο αυτό, την αξία των ενόπλων δυνάμεων!
Ούτε φυσικά θα απαιτήσει ποτέ ο ίδιος ο ελληνικός λαός τη θωράκιση της χώρας, εφόσον νυχθημερόν γαλουχείται στην ηττοπάθεια και στην αποδοχή ουσιαστικά, της πρόωρης στρατηγικής νίκης της γείτονας και το μονόδρομο της ευρωπαϊκής δορυφοροποίησης!
Προκειμένου το ελληνικό κράτος να συνεχίσει αποφασιστικά τον εξοπλιστικό αγώνα με την Τουρκία, θα πρέπει οι πολίτες του να αντιληφθούν την πραγματική φύση και ταυτότητα του εχθρού, που δεν είναι άλλος από τον τουρκικό λαό και τη συνεχή γιγάντωσή του και όχι φυσικά η παροδική και εκλεγμένη από εκείνον κυβέρνησή του·
να απογαλουχηθούν από τις φαντασιακές προσεγγίσεις περί διεθνούς δικαίου και αλτρουισμού στις εξωτερικές υποθέσεις της χώρας, που απλούστατα είναι ακραία ακατάλληλες για τον στρατηγικό και καθόλου αλτρουιστικό μας περίγυρο·
και να εκτιμήσουν και πάλι τα οφέλη της εθνικής αυτονομίας και ανεξαρτησίας, παρά τη δουλοπρεπή και προσωρινή ασφάλεια, δια της συνεχόμενης υποχώρησης έναντι των πάντων.
Πως θα γίνει αυτό, εφόσον οι πολιτικές και πνευματικές μας ελίτ, είναι φορείς και οπαδοί κάθε ενδοτικότητας και διεθνιστικής φαντασίωσης;
Προφανέστατα δια της εκλογής νέου πολιτικού προσωπικού, με ανάλογη αντιδραστική διάθεση. Όπως ισχύει άλλωστε και για κάθε άλλο εθνικό πρόβλημα, του οποίου η αντιμετώπιση είναι θεμελιακά αντίθετη με την κοσμοθεωρία των κυβερνώντων.
Μέχρι τότε, ας ελπίσουμε πως το σύστημα θα αντιληφθεί και θα εκτιμήσει το ίδιο το συμφέρον και την μακροημέρευση του και θα πράξει ότι μπορεί, ώστε να αποφευχθεί η επερχόμενη εθνική καταστροφή, που νομοτελειακά θα οδηγήσει στην κατάρρευσή του.
Οψόμεθα.
Η Συμφωνία των Πρεσπών πρέπει να ακυρωθεί.