Ας μιλήσουμε για το φαινομενικό αδιέξοδο της εξωτερικής μας πολιτικής.

Καταρχάς και πριν εστιάσουμε στα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ας ξεχωρίσουμε τις δύο βασικές αντιλήψεις ως προς τη φύση των διεθνών σχέσεων.

Από τη μία έχουμε την διαχρονική και πανάρχαια θέση, πως η ισχύς παράγει ”Δίκαιο” και πως πρότερο και ανώτερο από κάθε θεωρητικό ή και πραγματικό συμφέρον την ανθρωπότητας, είναι το ξεχωριστό συμφέρον του έθνους ή όπως αυτό τουλάχιστον ερμηνεύεται από τον εκάστοτε ηγεμόνα του.

Μία ”σχολή” σκέψης παρεμπιπτόντως, που δε κηρύσσει νομοτελειακά τη δράση ενός κράτους παρά ή και αντίθετα από τη καθεστηκυία διεθνή τάξη, αλλά κατά τρόπο κατεξοχήν αυτοσυντηρητικό και εν ανάγκη παρελκυστικό από το διεθνές εθιμικό δίκαιο.

Από την άλλη πλευρά και ενάντια στο συχνά σκληρό αυτό ρεαλισμό, δρα και κυριαρχεί εδώ και ένα σχεδόν αιώνα-με αυτοσυντηρητικά και ιμπεριαλιστικά διαλλείματα προφανώς-ο ιδεαλισμός εκείνων, που επιθυμούν τη μεγαλύτερη δυνατή σταθερότητα της διεθνούς τάξης που εκείνοι έχουν εγκαθιδρύσει και τους ωφελεί, με τη μικρότερη δυνατή επιβολή ”σκληρής” ισχύος στους αντιφρονούντες.

Ένα σύστημα των διεθνών σχέσεων, που παρά την προφανή μονομέρεια του ως προς τα δυτικά κατά βάση συμφέροντα, έχει κατορθώσει να σχηματίσει ένα νομικό πνεύμα και μηχανισμό, που τουλάχιστον αποθαρρύνει αναθεωρητικές και ”παραβατικές” συμπεριφορές στα πλαίσια του ”πολιτισμένου” κόσμου και επιτρέπει μαζικά ειρηνικά αντίποινα στα πλαίσια διεθνιστικών οργανισμών και συνενώσεων κρατών, όχι όμως και νομοτελειακή ”αστυνομική” δράση των τελευταίων.

Με βάση τα παραπάνω και αναφερόμενοι στο δίπολο Ελλάδας-Τουρκίας, είναι ηλίου φαεινότερον, πως η Τουρκία είναι μία δύναμη ρεαλιστική, έως και τυχοδιωκτική και η Ελλάς μία κατά βάση ιδεαλιστική.

Οι γείτονες μας δηλαδή, αν και τυπικά προφασίζονται την τήρηση και το σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας και φυσικά εμφανίζονται υπέρμαχοι αυτού, όταν εκείνο ταυτίζεται με τα συμφέροντα τους, προσπαθούν σταθερά να αναθεωρούν διεθνείς συμφωνίες και τάξεις, που εμποδίζουν την μεγέθυνση του ζωτικού τους χώρου. Ποτέ όμως σε βαθμό και έκταση τέτοια, που να επισύρει την άμεση μήνι ενδιαφερόμενων μεγάλων δυνάμεων.

Συνεπικουρούμενοι προφανώς από την αξία που έχουν για το δυτικό σύστημα εξουσίας και το οικονομικό και όχι μόνο εκτόπισμα της χώρας τους, αλλά και έναν έμφυτο και ακραία επιτυχημένο ανατολίτικο και ισλαμικό καιροσκοπισμό, πολύ διαφορετικό από το αλτρουιστικό και φιλελεύθερο διεθνιστικό πνεύμα της Δύσης.

Στον αντίποδα οι ελληνικές πολιτικές και όχι μόνο ελίτ, τόσο λόγω ηττοπάθειας, όσο κυρίως λόγω νομικής και γενικότερης παιδείας, αποφεύγουν συστηματικά όχι μόνο κάθε ανταγωνιστική πολιτική έναντι της γείτονας, αλλά και τη δυναμική στρατιωτική αντίδραση σε κάθε ανάλογη τούρκικη πρόκληση και εφόσον αυτή δεν αμφισβητεί ευθέως εθνική μας κυριαρχία, περιοριζόμενες αντ’αυτού στη διατυμπάνιση της τουρκικής επιθετικότητας.

Οι κυβερνήσεις μας δηλαδή και δια της υποδειγματικής και αλτρουιστικής τους εναρμόνισης με το διεθνές δημόσιο δίκαιο, προσπαθούν να εμφανίζουν την Τουρκία ως αυτό που πραγματικά είναι, ως δύναμη δηλαδή αναθεωρητική και ληστρική, με την προφανή ελπίδα, πως η στάση της αυτή θα προκαλέσει την αντίδραση του διεθνούς παράγοντα και τη νουθεσία της δια μαζικών οικονομικών αντιποίνων.

Όπου όμως έγκειται και το δίλημμα και το αδιέξοδο ουσιαστικά της όλης αυτής στρατηγικής της χώρας μας. Στο γεγονός δηλαδή, πως προκειμένου οι δυτικές ελίτ να επιβάλλουν το νομικό ιδεαλισμό, τον οποίο δόμησαν προκειμένου να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους, θα πρέπει το ζητούμενο να εναρμονίζεται με τα συμφέροντα τους. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, θα κρίνουν κάθε αντιδικία κατά το δοκούν, παραλλάσσοντας την αδιαφορία και υποκρισία τους ως τον αλτρουισμό εκείνο, που δεν επιτρέπει σε άλλες δυνάμεις να αναθεωρούν τη δική τους καθεστηκυία τάξη…!

Και τούτο συμβαίνει και στην τωρινή συγκυρία των παράνομων ή έστω έκνομων(…) σεισμικών ερευνών των Τούρκων άνωθεν της διεκδικούμενης από την Ελλάδα υφαλοκρηπίδας της νήσου Μεγίστη.

Ενώ δηλαδή η Τουρκία μηδενίζει δυναμικά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στην περιοχή και καταστρατηγεί κάθε έννοια διεθνούς συνεργασίας, η Ελλάδα αποφεύγει νομοτελειακά τη δυναμική απομάκρυνση ή και εξουδετέρωση της νηοπομπής του Ορούτς Ρέις , που δε δικαιολογείται βάσει της διεθνούς νομολογίας και αναμένει ως επιβράβευση της αυτοσυγκράτησής της αυτής, τη συνδρομή των ευρωπαίων εταίρων και ιδίως της Γερμανίας.

Καθ’ότι όμως η τελευταία έχει σαφώς πιο ζωτικά συμφέροντα από τη διατήρηση αγαθών σχέσεων με τη γείτονα μας, τελικά απλά μας παραπέμπει και μας εξαναγκάζει σχεδόν να διαπραγματευθούμε εκείνο ακριβώς που επιδιώκουν οι Τούρκοι και το οποίο κατά ουδένα τρόπο δε θα έπρεπε να διαπραγματευτούμε υπό καθεστώς πίεσης, την έκταση δηλαδή της Α.Ο.Ζ. μας.

Με απλά λόγια και λακωνικά, η Ελλάς δε θέλει να διακινδυνεύσει την πολεμική της εμπλοκή για τα κυριαρχικά της δικαιώματα, ούτε όμως απαντώνται, προς το παρόν τουλάχιστον, οι εκκλήσεις βοήθειας στους εταίρους της· με τραγικό και εμφανές αποτέλεσμα, αυτή να ταπεινώνεται ασταμάτητα από την εχθρά της, με την ελπίδα απλά, πως η τουρκική παραβατική συμπεριφορά θα φτάσει στην κρίσιμη εκείνη ”μάζα”, που θα εμπλέξει επιτέλους εναντίον της το δυτικό παράγοντα.

Που και να συμβεί όμως αυτό, μπορεί να είναι πλέον πολύ αργά για την ακύρωση των όσων συνεχόμενων τετελεσμένων δημιουργεί η άλλη πλευρά.

Μία σαφώς αδιέξοδη κατάσταση που δικαιολογεί ίσως μια καλώς εννοούμενη ρεαλιστική στροφή στην εξωτερική μας πολιτική.

Οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις.

Η Συμφωνία των Πρεσπών πρέπει να ακυρωθεί.