Ας μιλήσουμε για τις αυταπάτες και την ασχετοσύνη ως προς την ελληνική άμυνα.

Είναι απολύτως λογικό, ο μέσος συμπολίτης μας, να έχει ελάχιστη και αποσπασματική γνώση και αντίληψη ως προς τη διεξαγωγή του πολέμου.

Όχι μόνο, δε συνιστά μέρος της φρενήρους βιοποριστικής καθημερινότητάς του, αλλά επιπλέον και επί της ουσίας, αντίκειται νοητικά ως φαινόμενο και εργαλείο πολιτικής, στην ιδεαλιστική και φιλελεύθερη ψευδαίσθηση που συνιστά η πραγματικότητά του.

Μία άγνοια, που προφανέστατα είναι ακραία επιζήμια, τουλάχιστον ως προς την ελληνική εμπειρία και πραγματικότητα, καθ’ότι προφανέστατα ο στρατηγικός μας περίγυρος απέχει μακράν από τις ακτές της Βόρειας Θάλασσας και τον ρου του Δούναβη.

Η Ελλάς και ειδικά στα ανατολικά της, αντιμετωπίζει το μόνιμο κίνδυνο σμίκρυνσης και εδαφικού ακρωτηριασμού, ως αποτέλεσμα της σταθερά επεκτατικής πολιτικής, μιας δύναμης αναίσθητης ως προς τις σταθερές και τους ιδεαλιστικούς στόχους του Διεθνούς Δικαίου και αδιάφορης ως προς τις ρητορικές κατά βάση συνέπειες της παραβίασής του.

Ο Έλληνας σαφέστατα θα έπρεπε να είναι εξοικειωμένος με την έννοια, τουλάχιστον, του Πολέμου, τόσο προς συναισθηματική ετοιμότητα του έναντι αυτού, όσο κυρίως προς αποδοχή του ως πραγματικού εργαλείου αποτροπής της επιθετικότητας της Τουρκίας και όχι μόνο.

Πέρα όμως από την άγνοια και αμάθεια-που τουλάχιστον αφήνουν περιθώρια στην αποδοχή της αυθεντίας-υπάρχει η ακόμη χειρότερη και πιο επικίνδυνη ημιμάθεια των μηδενιστών, αλλά και των υπεραισιόδοξων ”ειδικών” των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που αναπαράγουν και αναμασούν γενικόλογες διαδικτυακές στατιστικές και απλές συγκρίσεις στρατευσίμων και οπλισμού, ως άρνηση ή ενθάρρυνση αντίστοιχα οποιασδήποτε πιθανής πολεμικής εμπλοκής.

Που βέβαια είναι βολικό και απολύτως συμβατό με τη λατρεία του σύγχρονου ανθρώπου για τη γενίκευση και την άμεση διαμόρφωση γνώμης, σίγουρα όμως δε μπορεί να αποτελεί σοβαρή επιχειρηματολογία ως προς την Πολιτική και ιδίως την ένοπλη μορφή της.

Χωρίς δε να μηδενίζω τον κίνδυνο της πολεμολαγνείας κάποιων, θα επικεντρώσω την κριτική μου στους φαντασιόπληκτους μηδενιστές της ελληνικής ικανότητας αποτροπής, καθώς αυτοί αντικειμενικά είναι πολύ περισσότεροι και επειδή το πρόβλημα της χώρας μας εντοπίζεται και επικεντρώνεται κυρίαρχα στη φοβική στάση και υποχωρητικότητα του λαού της συνολικά έναντι της γείτονας, παρά στην ανύπαρκτη και παράτολμη επιθετικότητά της.

Δε χωρά αμφιβολία, πως η απλή παράθεση αριθμών, εκτός πλαισίου και της εφαρμογής αυτών, αποτελεί ανορθολογική στάση και προσέγγιση σε κάθε τομέα του ανθρώπινου επιστητού· χωρίς φυσικά να αποτελεί εξαίρεση ο Πόλεμος και η Στρατηγική, που μάλλον πρέπει να θεωρούνται οι πιο συγκυριακές και εμπειρικές ανθρώπινες δραστηριότητες.

Ο Πόλεμος ειδικότερα, είναι τόσο εξαρτημένος από την ψυχολογία, τις υποκειμενικές αποφάσεις και διαίσθηση των ηγητόρων, ακόμη και την απλή τύχη και σύμπτωση, ώστε θα ήταν ούτως ή άλλως βλακώδες να προκρίνει κανείς το αποτέλεσμα μιας πολεμικής αναμέτρησης βάσει αριθμών, ακόμη και πολύ δυσανάλογων.

Έστω όμως πως παραβλέπουμε τις συγκυρίες και το απρόβλεπτο της μάχης και προσπαθούμε να εξάγουμε κάποια βασικά συμπεράσματα ως προς την ικανότητα και τη ισχύ ενός στρατεύματος σε καιρό ειρήνης.

Μπορεί να γίνει αυτό, απλά και μόνο μετρώντας τον αριθμό των στρατευσίμων, των πλοίων, των αεροσκαφών και των στρατιωτικών οχημάτων της, χωρίς καμία αναφορά στην έκταση και τη φύση των συνόρων και των αντίπαλων στρατευμάτων της;

Χωρίς να λάβουμε υπόψη την ποιότητα και το σύγχρονο του οπλισμού της;

Χωρίς τέλος να αξιολογήσουμε την εμπειρία και το επίπεδο εκπαίδευσης και ετοιμότητας του στρατιωτικού προσωπικού της;

Προφανέστατα όχι!

Είναι μεγαλύτερη η ισχύς του Ινδονησιακού στρατού από εκείνη του ελληνικού, επειδή ο πρώτος μετρά 300.000 και ο δεύτερος 100.000;

Φυσικά και όχι!

Ο ινδονησιακός στρατός πρέπει να καλύπτει απείρως πιο μεγάλη και ασύνδετη επικράτεια σε σχέση με την ελληνική, αντιμετωπίζει πλήθος εσωτερικών και εξωτερικών απειλών, εν αντιθέσει με τη μία και μόνη απειλή που αντιμετωπίζει ο ελληνικός στρατός και εν τέλει και κυριότερα συνιστά κατά βάση δύναμη ελαφρού πεζικού, κατάλληλη για αγώνα σε τροπικό κλίμα, παρά βαριά μηχανοκίνητη δύναμη, όπως το ελληνικό στράτευμα.

Είναι το Ναυτικό της Βραζιλίας πιο ισχυρό του ελληνικού, επειδή έχει σημαντικά μεγαλύτερο τονάζ και επιπλέον ένα ελαφρύ αεροπλανοφόρο;

Ούτε για αστείο!

Οι κύριες μονάδες επιφανείας και τα υποβρύχια της Ελλάδος είναι και περισσότερα και πιο σύγχρονα ή εκσυγχρονισμένα, το βραζιλιάνικο ελικοπτεροφόρο-αεροπλανοφόρο έχει τόση ισχύ, όση προστασία του προσφέρει ο υπόλοιπος στόλος, ενώ το μέγιστο τμήμα του βραζιλιάνου στόλου αποτελείται από άοπλα σχεδόν βαρέα και ελαφρά περιπολικά και ερευνητικά σκάφη, προς κάλυψη των ατελείωτων ποταμών της χώρας και την έρευνα και διάσωση στην τεράστια ωκεάνια Α.Ο.Ζ. της νοτιοαμερικάνικης χώρας.

Είναι τέλος ο στόλος αναχαιτιστικών της Λούφτβαφε πιο ισχυρός από εκείνον της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, επειδή ο πρώτος αποτελείται από ισάριθμα με τα ελληνικά Εφ 16 και Μιράζ 2000, Γιουροφάιτερ;

Όχι!

Πέραν των σαφών και χρόνιων προβλημάτων επιμελητείας και λειτουργίας των γερμανικών Γιουροφάιτερ, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σαφώς μικρότερη διαθεσιμότητά τους έναντι των απλούστερων ελληνικών μαχητικών, υπάρχει και σαφέστατη διαφορά εκπαίδευσης και πτητικής εμπειρίας, που δημιουργεί η στασιμότητα του γερμανικού στόλου και κυρίως η ατελείωτη μάχιμη σχεδόν εκπαίδευση των Ελλήνων χειριστών πάνω από το Αιγαίο, σε κλειστές ιδίως αερομαχίες.

Ανάλογα λοιπόν θα πρέπει να προσεγγίσουμε και τη διαφορά και την αναλογία ισχύος μεταξύ των στρατευμάτων Ελλάδος και Τουρκίας, λαμβάνοντας υπόψη τα επιμέρους χαρακτηριστικά της γεωγραφικής θέσης και του περίγυρου κάθε χώρας και φυσικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του προσωπικού και του οπλισμού τους.

Η Τουρκία σαφώς και έχει υπερδιπλάσιο χερσαίο στράτευμα από την Ελλάδα. Αυτός όμως πρέπει να καλύπτει όχι μόνο τον Έβρο, τα μικρασιατικά παράλια και την κατεχόμενη Κύπρο, αλλά και εξίσου εχθρικά σύνορα στην Αρμενία και ιδίως στη Συρία, όπου μία ενδεχόμενη μαζική σύρραξη Ελλάδος-Τουρκία θα αποτελούσε πρώτης τάξεως ευκαιρία ανατροπής των όποιων εδαφικών κερδών της γείτονας, στα πλαίσια της ενεργούς συμμετοχής της στο συριακό εμφύλιο, ίσως δε και μία ευκαιριακή αναθέρμανση του κουρδικού αντάρτικου εντός της Τουρκίας.

Η Ελλάς από την άλλη, μην αντιμετωπίζοντας ουσιαστικά άλλο αξιόμαχο γειτονικό στράτευμα, μπορεί και συγκεντρώνει το σύνολο του στρατού της έναντι των συνόρων της με την Τουρκία, εκμεταλλευόμενη παράλληλα την αμυντική και γεωγραφική της θέση, οι οποίες ούτως ή άλλως απαιτούν πολλαπλάσιο αριθμό εχθρικών στρατευμάτων για ανατροπή τους.

Προκειμένου οι Τούρκοι να διατρήσουν το μέτωπο του Έβρου, θα πρέπει να επιτύχουν πολλαπλά προγεφυρώματα σε ιδιαίτερα ευμετάβλητο ως προς την παροχή του ποταμό και να προελάσουν σε ημιορεινό έδαφος και στενό μέτωπο, έναντι της μάζας του οχυρωμένου ελληνικού στρατού· αντιμετωπίζοντας δε πάντα το ενδεχόμενο και σε περίπτωση αποτυχίας τους, να υποστούν εκείνοι αντεπίθεση και πόλεμο ελιγμών στο πεδινό έδαφος της Ανατολικής Θράκης και ολίγα χιλιόμετρα έξω από την Πόλη.

Εξίσου δε ριψοκίνδυνη φαντάζει και η όποια προσπάθεια κατάληψης κύριου νησιού του οχυρωμένου Ανατολικού Αιγαίου, με την παρουσία χιλιάδων στρατευμένων και εθνοφυλάκων σε κάθε ένα από αυτά· αποβατικές επιχειρήσεις που μάλλον θα απαιτούσαν πολλαπλάσιο αριθμό προσωπικού για την πραγμάτωσή τους.

Θα μου πείτε «τα μικρότερα νησιά;»· σαφώς και είναι εντός των δυνατοτήτων των ισχυρών αποβατικών δυνάμεων και μέσων των Τούρκων. Πάντα όμως με την προϋπόθεση πως θα έχουν επιτύχει τέτοια αεροναυτική υπεροχή, ώστε να μπορούν να μεταφέρουν τις δυνάμεις τους, να τις ενισχύουν και να εμποδίζουν την προσπάθεια ελληνικής ανακατάληψής τους.

Είναι όμως τέτοια η υπεροχή των Τούρκων σε υλικό σε θάλασσα, αέρα και και ξηρά, ώστε να θεωρείται νομοτελειακή μία τέτοια κατάσταση;

Ευτυχώς όχι ακόμη.

Ο Στόλος διαθέτει ίσο σχεδόν αριθμό κύριων μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων, με τα τελευταία δε να είναι ξεκάθαρα πιο σύγχρονα και φονικά από τα αντίστοιχα τουρκικά· ο δε τουρκικός στόλος αντιμετωπίζει μόνιμα το πρόβλημα του μη ασφαλούς ελλιμενισμού του, λόγω της εγγύτητας των μικρασιατικών παραλίων στο μέτωπο του Αιγαίου.

Η Αεροπορία κατορθώνει ακόμη, παρά τη χρόνια έλλειψη εξοπλισμών και χάρη και στην ανόητη προτίμηση των Τούρκων στα μη λειτουργικά ακόμη Ες 400, έναντι των επίφοβων μαχητικών κρούσης Εφ 35, σχετική ποσοτική και ποιοτική ισορροπία έναντι της τουρκικής αεροπορίας και συντριπτική ανωτερότητα σε αντιαεροπορικά συστήματα, χωρίς μάλιστα να γνωρίζουμε πόσο αρνητικά έχει επηρεάσει το αξιόμαχο των Τούρκων, η μαζική φυγή και δίωξη έμπειρων αεροπόρων τους.

Ο Στρατός τέλος, διαθέτει επί της ουσίας και σε αναλογία πάντα με τη αμυντική του θέση, ίσο αριθμό κύριων συστημάτων-άρματα τρίτης γενιάς, αυτοκινούμενα πυροβόλα, πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων, επιθετικά ελικόπτερα κ.ο.κ.-, καθώς ακόμη οι Τούρκοι δεν έχουν παράξει κατά μάζες τα νέα και εγχώρια κατά βάση σύγχρονα συστήματά τους-άρμα Αλτάι, ΤΟΜΑ Τουλπάρ κ.ο.κ.-.

Η πιο προβληματική μάλλον περιοχή για την όλη ελληνική άμυνα, είναι φυσικά το μέτωπο της Κύπρου, λόγω της απόστασης της νήσου και της έλλειψης σταθερής ελληνικής αεροναυτικής παρουσίας, που όμως δε μειώνει το μακράν πιο αξιόμαχο-από ότι το 74- της ίδιας της Εθνικής Φρουράς και των εφέδρων της.

Καταληκτικά και ως προς τη μεγαλύτερη μάχιμη εμπειρία των Τούρκων και συγκεκριμένα του στρατού και των ειδικών τους δυνάμεων, αυτή προφανώς είναι υπαρκτή, λόγω της εμπλοκής της γείτονας στη Συρία και στα βουνά της Ανατολίας. Συνίσταται όμως κυρίως σε αγώνα κατά ανταρτών και σχεδόν άοπλου ελαφρού πεζικού, παρά σε αγώνα κατά σύγχρονου μηχανοκίνητου στρατού, όπως στην περίπτωση της εμπλοκής τουρκικών δυνάμεων έναντι Σύρων και Ρώσων στο μέτωπο του Ιντλίπ, που μόνο ως τιμητική για τη γείτονα δε φαντάζει…

Καταληκτικά, λέγοντας όλα αυτά, δεν επιδιώκω φυσικά να ωραιοποιήσω τα πράγματα και να καθησυχάζω.

Σαφώς και υπάρχει ψαλίδα της στρατιωτικής ισχύος των δύο χωρών, η οποία μεγαλώνει συνεχόμενα, απλά και μόνο λόγω της διαφοράς εξοπλισμών αυτών και της δημογραφικής δυσαναλογίας τους.

Τούτο όμως δε σημαίνει πως δεν πρέπει να εκτιμούμε ρεαλιστικά την τωρινή αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων μας Δυνάμεων, που αποτελεί και τον ουσιαστικό λόγο πίσω από τη αποφασιστική δράση της γείτονας, προς οριστική απόκτηση των όσων επιδιώκει έναντι του Ελληνισμού και όχι προφανώς υπεκφυγικές συνομιλίες με τη Γερμανίδα καγκελάριο…

Αντιθέτως, πρέπει να τονίζουμε πάντα την πραγματικότητα αυτή, καθ’ότι μόνο έτσι θα γίνεται αντιληπτή και κατανοητή στον μέσο Έλληνα, η ανάγκη μόνιμων οικονομικών θυσιών για τη διατήρηση του στρατιωτικού αξιόμαχου και ουσιαστικά της αυτονομίας του Έθνους.

Αναθαρρείτε λοιπόν Έλληνες και μην απελπίζεστε από ηλίθιους και κακόβουλους.

Ζήτω ο Στρατός!

Ζήτω το Ναυτικό!

Ζήτω η Αεροπορία!

Η Συμφωνία των Πρεσπών πρέπει να ακυρωθεί.