Δικαιωματισμός.
Η ιδεολογική και νοητική γάγγραινα της εποχής μας.
Προσφυγολάτρες, lgbtq-abcdefg, φεμινίστριες, οικολόγοι, κτηνολάτρες και πάσης φύσεως άλλοι ακτιβιστές, υποτιθέμενα καταπιεσμένων μειονοτήτων.
Το αποκορύφωμα της δυτικής αισιοδοξίας και της πάσι θυσία επίτευξης της άπιαστης ευτυχίας, εκδηλούμενο ως μόνιμη θυματοποίηση. Το τελικό και παρακμιακό στάδιο του προοδευτισμού, που μην έχοντας αφήσει τίποτα ανέγγιχτο και αναλλοίωτο, προσπαθεί πλέον να συνθλίψει την αρχέγονη ιεραρχία και δομή των ανθρώπινων κοινωνιών, ακόμη και την ίδια τη βιολογία και τη θέση του ανθρώπου εντός της Πλάσης.
Ένα φαινομενικά ασταμάτητο κύμα κοινωνικής αποδόμησης, που όμως εν τέλει είναι καταδικασμένο να τελματώσει και να αποτύχει, εξαιτίας ακριβώς της ανορθολογικής δομής, των αντιτιθέμενων στόχων και της ακραίας υποκρισίας των κινημάτων, που απαρτίζουν το Δικαιωματισμό.
Καταρχάς και σημαντικότερα ίσως από όλα, ο Δικαιωματισμός έχει συνολική νοητή και απαραβίαστη ιεραρχία, η οποία λογικότατα καταπιέζει και συμμορφώνει τις επιδιώξεις αρκετά διαφορετικών ομάδων συμφερόντων.
Οι ακτιβιστές δηλαδή των επιμέρους δικαιωματικών κινημάτων, όντες υπό την εκτεταμένη ομπρέλα του Δικαιωματισμού και της Νέας Αριστεράς, ασπάζονται τους συλλογικούς στόχους αυτών, οι οποίοι όμως έχουν σαφή σειρά προτεραιότητας, βάσει της έντασης της υποτιθέμενης καταπίεσης και αδικίας.
Ο Πολυπολιτισμός και τα δικαιώματα εθνικών μειονοτήτων, προηγούνται των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ, τα οποία με τη σειρά τους προηγούνται των δικαιωμάτων των φεμινιστριών, που προηγούνται επόμενα εκείνων των κτηνών κ.ο.κ..
Τι γίνεται όμως όταν συγκρούονται οι στόχοι ανισοβαρών μεταξύ τους κινημάτων;
Μα προφανώς η επιλεκτική στάση και θυσία του αγώνα του κατώτερου ιεραρχικά σκοπού, χάριν του ανώτερου. Κάτι, που φυσικά αποτελεί και την αιτία των όσων λογικών πλανών του Δικαιωματισμού, που τόσο γέλιο και οργή μας προκαλούν.
Οι φεμινίστριες οδύρονται για την ”πατριαρχική” ενδυματολογική καταπίεση των γυναικών στο δυτικό κόσμο, αλλά παράλληλα αγωνίζονται για το δικαίωμα των Μουσουλμάνων γυναικών να φορούν χιτζάμπ, το χαρακτηριστικότερο δηλαδή σύμβολο πατριαρχικής καταπίεσης των κοινωνιών τους.
Οι φεμινίστριες καταδιώκουν μετά μανίας οποιαδήποτε αναφορά περί βιολογικής ανισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, παρά ταύτα όμως δέχονται στο γυναικείο αθλητισμό τρανς γυναίκες, οι οποίες και συνθλίβουν με χαρακτηριστική άνεση τις γυναίκες αντιπάλους τους.
Οι ΛΟΑΤΚΙ αγωνίζονται ακατάπαυστα για την κανονικοποίηση της σεξουαλικότητάς τους στις δυτικές κοινωνίες, αλλά την ίδια στιγμή υποδέχονται εγκάρδια ορδές τριτοκοσμικών, με ακραία αντιομοφυλοφιλική διάθεση και κουλτούρα.
Οι κτηνολάτρες βιγκανοί διαμαρτύρονται ατελείωτα κατά της κρεατοφαγίας και της κακοποίησης ζώων κι όμως τηρούν ακραία του τάφου σιωπή, μπροστά στη ύπαρξη των ακραία μολυσματικών και βάρβαρων αγορών βρώσης ζωντανών ζώων στην Κίνα.
Και πάει λέγοντας.
Από την άλλη μεριά, τα δικαιωματικά κινήματα φαντάζουν ανούσια, καθ’ότι έχουν ήδη επιτύχει τους στόχους, με τους οποίους έχουν ταυτιστεί στη συνείδηση των δυτικών λαών.
Οι γυναίκες εδώ και δεκαετίες έχουν επιτύχει την πλήρη νομική, οικονομική και κοινωνική τους εξίσωση με τους άνδρες.
Οι ομοφυλόφιλοι και οι διαφυλικοί έχουν πλήρη και αντίστοιχα με τον υπόλοιπο πληθυσμό αστικά δικαιώματα, σε όλες σχεδόν τις δυτικές χώρες.
Οι πρόσφυγες και λαθρομετανάστες, όχι μόνο προστατεύονται, αλά ουσιαστικά έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους ιθαγενείς της Δύσης, καθώς παραβατούν ατιμώρητα, διατηρούν ακέραιο τον τρόπο ζωής τους και παράλληλα συντηρούνται άνευ όρων από τους δεύτερους.
Πως λοιπόν προσπαθούν οι Δικαιωματιστές να επεκτείνουν το βίο των κινημάτων τους;
Μα προφανώς επεκτείνοντας τα σε όλο και περισσότερα υποτιθέμενα θύματα και επιδιώξεις, που όμως ουδεμία σχέση έχουν με τους αρχικούς στόχους τους.
Μία κατάσταση κινηματικής εκπόρνευσης, που δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο εμφανής, από ότι στα δημόσια όργια των ΛΟΑΤΚΙ, τα λεγόμενα Πράιντ, όπου κλέβουν συνεχόμενα την παράσταση επιδειξιομανείς, σαδομαζοχιστές και πάσης φύσεως φετιχιστές, που καμία φυσικά σχέση έχουν με την αποδοχή της ομοφυλοφιλίας στην κοινωνία.
Συγχρόνως οι Δικαιωματιστές, πέφτοντας στις προαναφερόμενες λογικές πλάνες και προσπαθώντας να καταρρίψουν καταφανείς επιστημονικές αλήθειες, καταφεύγουν νομοτελειακά στο συναίσθημα για την προώθηση των δυστοπικών τους οραμάτων. Είτε δηλαδή χρησιμοποιούν ηθικολογίες και ψευδοανθρωπισμούς, είτε κραυγάζουν συνεχόμενα, ώστε να καλύψουν κάθε λογικό αντίλογο, τον οποίο ούτως ή άλλως αποφεύγουν ως φασίζοντα.
Μία συνεχόμενη όμως δαιμονοποίηση του υπόλοιπου πληθυσμού και απαξίωση του ορθολογισμού αντίστοιχα, που εν τέλει εξαγριώνει και τον πιο φιλελεύθερο πολίτη, έναντι του Δικαιωματισμού.
Καταληκτικά, αλλά όχι και ασήμαντα, ο Δικαιωματισμός στερείται επαναστικότητας.
Παρά τους συμβολισμούς και τη συναισθηματική τους ταύτιση με μαρξιστικά επαναστατικά και εξισωτικά αφηγήματα, οι Δικαιωματιστές ουσιαστικά ταυτίζονται με το κατεστημένο, το οποίο και τους προστατεύει ποικιλοτρόπως, νομοθετεί επιμελώς τα αιτήματα τους και εν τέλει διώκει κανονικά τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους.
Αν μη τι άλλο, ο τίτλος του επαναστάτη ταιριάζει μάλλον στους Συντηρητικούς, παρά στους Δικαιωματιστές.
Για αυτούς λοιπόν τους λόγους, θεωρώ πως ο Δικαιωματισμός είναι καταδικασμένος να αποτύχει. Τούτο βέβαια δε σημαίνει, πως δε θα προλάβει να αποσαθρώσει ακόμη περισσότερο τις υλιστικές και ηδονιστικές μας κοινωνίες.
Το αντίθετο ακριβώς. Όσο περισσότερο θα απαξιώνονται και θα λοιδορούνται οι Δικαιωματιστές, τόσο πιο μανωδιώς θα επιτίθενται στι κοινωνικές και κρατικές μας δομές.
Η Συμφωνία των Πρεσπών πρέπει να ακυρωθεί.